- συνενδίδωμι
- Α1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.